κονδυλομάχαιρο(ν)

κονδυλομάχαιρο(ν)
το перочинный нож

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κονδυλομάχαιρο(ν)" в других словарях:

  • κονδυλομάχαιρο — το (Μ κονδυλομάχαιρον) βλ. κοντυλομάχαιρο …   Dictionary of Greek

  • κοντυλομάχαιρο — και κονδυλομάχαιρο, το (Μ κονδυλομάχαιρο[ν] μαχαιράκι για το ξύσιμο κοντυλιού ή μολυβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + μαχαίρι (πρβλ. τραπεζο μάχαιρο, χασαπο μάχαιρο)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»